antirrino
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Spanish > Greek
ἀμέθυστος, ἀνάρρινον, ἀντίρρινον, ἀντίρριζον, βουκράνιον, βούρινον, κυνοκεφαλίδιον, κυνοκεφάλιον, ὀσιρίτης