arbitraje
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
Spanish > Greek
βραβεία, βραβεῖον, βραβήϊον, βράβευμα, τὸ διαιτητικόν, διαιτητικόν, δίκη, διαίτησις, δίαιτα