befittingly
English > Greek (Woodhouse)
adverb
P. and V. εὐπρεπῶς, συμμέτρως, πρεπόντως, P. προσηκόντως, V. ἐναισίμως.
seasonably: P. and V. καιρίως (Xen.); see seasonably.
P. and V. εὐπρεπῶς, συμμέτρως, πρεπόντως, P. προσηκόντως, V. ἐναισίμως.
seasonably: P. and V. καιρίως (Xen.); see seasonably.