ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
v. intrans.
Ar. βληχᾶσθαι.
subs.
V. μυκηθμός, ὁ (Aesch., Frag.), βρύχημα, τό (Aesch., Frag.).