concoct
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. συντιθέναι, μηχανᾶσθαι, τεχνᾶσθαι, V. πλέκειν, ῥάπτειν, ὑπορράπτειν, καταρράπτειν.
trump up: P. and V. πλάσσειν, P. συμπλάσσειν, κατασκευάζειν, συσκευάζειν.
be concocted: P. and V. συγκεῖσθαι.