conjecture
From LSJ
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive and intransitive
P. and V. εἰκάζειν, συμβάλλειν, στοχάζεσθαι (gen. or absol.), τεκμαίρεσθαι, δοξάζειν, τοπάζειν, V. ἐπεικάζειν.
estimate: P. and V. σταθμᾶσθαι.
suspect: P. and V. ὑποπτεύειν, ὑπονοεῖν.
easy to conjecture, adj.: V. εὐσύμβολος, εὐσύμβλητος.
hard to conjecture: V. δυστόπαστος.
substantive
P. δόξασμα, τό, P. and V. δόξα, ἡ, δόκησις, ἡ.
suspicion: P. and V. ὑπόνοια, ἡ, ὑποψία, ἡ.
many conjectures are made to explain why the ships did not arrive: P. διότι οὐκ ἦλθον αἱ νῆες πολλαχῇ εἰκάζεται (Thuc. 8, 87).