dañina
From LSJ
Spanish > Greek
βλαπτική, βλαπτικῶς, βλαβοποιός, βλαπτήριος, ἀλυσιτελής, βλαβερά, ἀνταῖα, ἀτηρά, ἀτυχής, ἀνωφελής, δάλεμος, δηλήσιμος, δηλητηριώδης, ἄατος, ἄνοστος, ἀλεγεινή
βλαπτική, βλαπτικῶς, βλαβοποιός, βλαπτήριος, ἀλυσιτελής, βλαβερά, ἀνταῖα, ἀτηρά, ἀτυχής, ἀνωφελής, δάλεμος, δηλήσιμος, δηλητηριώδης, ἄατος, ἄνοστος, ἀλεγεινή