βλαβοποιός

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

German (Pape)

[Seite 446] Schaden verursachend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βλαβοποιός: -όν, (ποιέω) βλαβερός, ἐπιβλαβής, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-όν
dañino en metáf. εἰς τὸ μὴ οἶσαι καρποὺς βλαβοποιούς Meth.Res.1.41, βλαβοποιὰ πονηροῦ βλαστήματα Chrys.M.61.783.

Greek Monolingual

βλαβοποιός, -όν (AM)
ο βλαβερός.