diagram
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English > Greek (Woodhouse)
substantive
in geometry: P. διάγραμμα, τό.
sketch, outline: P. σκιαγραφία, ἡ, ὑπογραφή, ἡ.
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
in geometry: P. διάγραμμα, τό.
sketch, outline: P. σκιαγραφία, ἡ, ὑπογραφή, ἡ.