dilatación
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Spanish > Greek
διάτασις, ἀναστόμωσις, ἀναπέτεια, ἀνεύρυνσις, ἀνευρυσμός, διαστόμωσις, δίωσις, διόγκωσις, διάκρισις, διάστασις, διαστολή