disipación
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Spanish > Greek
διασπασμός, τὸ ἐκλυόμενον, διαμάρανσις, ἀδιαφορία, διαπνοή, ἐκδιαφόρησις, διαφόρησις, διάσπασις