fugitivo
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
Spanish > Greek
ἀποπλανίας, βέρρης, δησέρτωρ, διαδεδρακώς, διαδιδράσκων, δραπέτης, δραπετίδας, δραπετικός, δράστης, δράψ, δρηπέτης, ἱκέτης, μετανάστης, μετανάστις, μετανάστρια, πρόφυξ, φυγάς