πρόφυξ

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόφυξ Medium diacritics: πρόφυξ Low diacritics: πρόφυξ Capitals: ΠΡΟΦΥΞ
Transliteration A: próphyx Transliteration B: prophyx Transliteration C: profyks Beta Code: pro/fuc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, fugitive, Hdn.Gr.2.744.

Greek (Liddell-Scott)

πρόφυξ: -ῠγος, ὁ, φυγάς, δραπέτης, Χοιρόβ. ἐν Θεοδοσ. Καν. σ. 83, Μαλαλ. 474, 15.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ΜΑ
φυγάς, δραπέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -φυξ (< θ. φυγ-. πρβλ. αόρ. β' -φυγ-ον του φεύγω), πρβλ. πρόσφυξ].