ἀποπλανίας
From LSJ
English (LSJ)
-ου, ὁ, a wanderer, fugitive, AP9.240 (Phil.), 548 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 319] ὁ, der Irrgänger, Flüchtling, Philip. 70; Bian. 15 (IX, 240. 548).
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
vagabond.
Étymologie: ἀποπλανάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπλᾰνίας: ион. ἀποπλᾰνίης ὁ странник, беглец Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλᾰνίας: -ου, ὁ, πλάνης, φυγάς, Βιάνωρ ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 9. 240, 548.
Greek Monotonic
ἀποπλᾰνίας: -ου, ὁ, περιπλανώμενος, φυγάς, σε Ανθ.