glory in
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. χαίρω ἐπί, χαίρειν ἐπί (dat.), γεγηθέναι ἐπί (dat.) (rare P.), ἀγάλλεσθαι (dat.), ἁβρύνεσθαι (dat.), λαμπρύνεσθαι (dat.), P. φιλοτιμεῖσθαι ἐπί (dat.), σεμνύνεσθαι ἐπί (dat.), V. χλιδᾶν (ἐπί, dat., or dat. alone), γαυροῦσθαι (dat.).