Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
grāma, ae, f., die Augenbutter = λήμη, Gloss. II, 35, 1.
ἀγρία, ἀνουφί, ἁμαξῖτις, αἰγικόν, τὸ αἰγικόν, ἄγρωστος, ἄγρωστις, δάκτυλος