harmonise
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
reconcile (conflicting things): P. and V. εὖ τιθέναι (or mid.). καλῶς τιθέναι (or mid.).
verb intransitive
P. συμφωνεῖν; see correspond.
harmonise with, correspond with: P. and V. συμφέρειν (or pass.) (dat.), συμβαίνειν (dat.), συντρέχειν (dat.), συμπίπτειν (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.), V. ὁμορροθεῖν (dat.), συγκόλλως ἔχειν (dat.), συμβάλλεσθαι σύν (dat.).