Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Ἕλλην, Ἑλληνικός, Ἑλλήνιος, Ἑλλαδικός