Ἑλλαδικός
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
English (LSJ)
Ἑλλαδική, Ἑλλαδικόν, Hellenic,
A ἀοιδαί Xenoph.6; κλίμα Herm. ap. Stob. 1.49.45; (ἵπποι) Str.11.13.7; οἱ Ἑ. Plu.2.676b.
II Ἑλλαδική, ἡ, name of a plaster, Alex.Trall.9.1; Ἑλλαδικὸν μάλαγμα Aet.15.11.
Spanish (DGE)
(Ἑλλᾰδικός) -ή, -όν
I heleno
1 ét. de la Hélade, sinón. de griego ἐστ' ἂν ἀοιδάων ᾖ γένος Ἑλλαδικόν Xenoph.5.4, Ἑλλαδικοῦ θυμὸς ... δόρατος el valor de la lanza de la Hélade ref. los griegos ante Ilión AP 7.385 (Philippus), cf. IIl.145 (I/II d.C.), γεωγραφία Str.8.1.1, ἵπποι Str.11.13.7, τόποι Str.17.1.48, ἤθη AP 7.92 (D.L.).
2 ét. de la ciudad de nombre Hélade, St.Byz.s.u. Ἑλλάς.
II subst.
1 οἱ Ἑλλαδικοί = los griegos ét. de Hélade, Plu.2.676b.
2 τὰ Ἑλλαδικά = partes dedicadas a Grecia (partes de la Geografía) Str.8.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλᾰδικός: -ή, -όν, Ἑλληνικός, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 926. 3. 2) ὁ ἐξ Ἑλλάδος, ὁ κάτοικος τῆς Ἑλλάδος, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 31Ε, Κύριλλ. Σκυθοπ. Βίος Σάβ. 282, Ἰω. Μόσχ. 3029C κλ.