δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
σιδηρουργός, σιδηροτέκτων, σιδηρεύς, καμινευτής, πυρίτης τὴν τέχνην, πυρίτης, ἐμπυροτέχνης