imperil
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. εἰς κίνδυνον, καθιστάναι, Ar. and P. κινδυνεύειν (dat. or περί gen.), V. κινδύνῳ βάλλειν.
hazard: Ar. and P. παραβάλλεσθαι, V. παραρρίπτειν, προβάλλειν, προτείνειν; see risk.