ἀσυνάρμοστος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἀσυνάρμοστον, unfitting, unsuitable, Plu.2.709b; τὸ ἀ. incongruity, S.E. P.1.43.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene conexión τὸ κῶλον Sch.Ar.Au.1377Wh.
2 fig. de pers. incompatible ἀσύμφυλοι καὶ ἀσυνάρμοστοι Plu.2.709b
•subst. τὸ ἀ. incompatibilidad S.E.P.1.43, AB 378.31.
German (Pape)
[Seite 380] = folgdm, Plut. Symp. 7, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incompatible.
Étymologie: ἀ, συναρμόζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυνάρμοστος: несовместимый, непримиримый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάρμοστος: -ον, ὁ μὴ συναρμοζόμενος, ἀκατάλληλος, Πλούτ. 2. 709Β.
Greek Monolingual
ἀσυνάρμοστος, -ον (Α) συναρμόζω
1. ανάρμοστος, αταίριαστος
2. το ουδ. ως ουσ. «το ασυνάρμοστον» — η ασυμφωνία, η δυσαρμονία.