ἀσυνάρμοστος

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνάρμοστος Medium diacritics: ἀσυνάρμοστος Low diacritics: ασυνάρμοστος Capitals: ΑΣΥΝΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: asynármostos Transliteration B: asynarmostos Transliteration C: asynarmostos Beta Code: a)suna/rmostos

English (LSJ)

ἀσυνάρμοστον, unfitting, unsuitable, Plu.2.709b; τὸ ἀ. incongruity, S.E. P.1.43.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene conexión τὸ κῶλον Sch.Ar.Au.1377Wh.
2 fig. de pers. incompatible ἀσύμφυλοι καὶ ἀσυνάρμοστοι Plu.2.709b
subst. τὸ ἀ. incompatibilidad S.E.P.1.43, AB 378.31.

German (Pape)

[Seite 380] = folgdm, Plut. Symp. 7, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incompatible.
Étymologie: , συναρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυνάρμοστος: несовместимый, непримиримый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνάρμοστος: -ον, ὁ μὴ συναρμοζόμενος, ἀκατάλληλος, Πλούτ. 2. 709Β.

Greek Monolingual

ἀσυνάρμοστος, -ον (Α) συναρμόζω
1. ανάρμοστος, αταίριαστος
2. το ουδ. ως ουσ. «το ασυνάρμοστον» — η ασυμφωνία, η δυσαρμονία.