intuitio
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Latin > French (Gaffiot 2016)
intŭĭtĭō, ōnis, f. (intueor), image réfléchie par un miroir : Chalc. Tim. 239.
Latin > German (Georges)
intuitio, ōnis, f. (intueor) = εμφασις, das Erscheinen des Bildes auf der Oberfläche des Spiegels, Chalcid. Tim. 239. 241. 257.