leeuwenbek
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Dutch > Greek
ἀνάρρινον, ἀντίρρινον, ἀντίρριζον, βουκράνιον, βούρινον, κυνοκεφαλίδιον, κυνοκεφάλιον, ὀσιρίτης
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
ἀνάρρινον, ἀντίρρινον, ἀντίρριζον, βουκράνιον, βούρινον, κυνοκεφαλίδιον, κυνοκεφάλιον, ὀσιρίτης