malign
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English > Greek (Woodhouse)
νοσώδης, ἀσύμφορος, V. λυμαντήριος; harmful.
verb transitive
P. and V. διαβάλλω, διαβάλλειν, Ar. and P. συκοφαντεῖν, P. διασύρω, διασύρειν, βασκαίνειν.