necessary
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English > Greek (Woodhouse)
adjective
it is necessary: P. and V. δεῖ, χρή, χρεών (rare P.), ἀνάγκη, ἀνάγκη ἐστί, ἀναγκαῖόν ἐστι, ἀναγκαίως ἔχει.
necessaries: P. and V. τὰ ἀναγκαῖα, τὰ δέοντα, P. τὰ ἐπιτήδεια.