necessary
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English > Greek (Woodhouse)
adjective
it is necessary: P. and V. δεῖ, χρή, χρεών (rare P.), ἀνάγκη, ἀνάγκη ἐστί, ἀναγκαῖόν ἐστι, ἀναγκαίως ἔχει.
necessaries: P. and V. τὰ ἀναγκαῖα, τὰ δέοντα, P. τὰ ἐπιτήδεια.