ongelukkig
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Dutch > Greek
βαρύποτμος, δάϊος, δείλαιος, δειλός, κακοδαίμων, κακόποτμος, κακοτυχής, κάμμορος, καχήμερος, παλιντυχής, πολύστονος, στυγερός, σχέτλιος