παι
From LSJ
(Redirected from pai)
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
(accent unknown), a demonstr. Particle in Cypr., Inscr.Cypr. 135.4 H., al.
Greek Monolingual
παι (Α)
(άγνωστου τον.) δεικτικό μόριο της κυπριακής διαλέκτου.