Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
P. and V. διαστρέφειν.
corrupt: P. and V. διαφθείρω, διαφθείρειν.
mislead: P. and V. παράγειν.