prostitutie
From LSJ
Dutch > Greek
ἑταιρισμός, ἱεροδουλεία, ἱεροδουλία, καταπόρνευσις, μισθαρνία, πορνεία, πορνείη, πόρνευμα, πόρνευσις, τὸ πολυάνδριον κακόν, χαμαιτυπία
ἑταιρισμός, ἱεροδουλεία, ἱεροδουλία, καταπόρνευσις, μισθαρνία, πορνεία, πορνείη, πόρνευμα, πόρνευσις, τὸ πολυάνδριον κακόν, χαμαιτυπία