refinado
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ἀπακριβόομαι, ἐμπινής, ἀσκητός, ἀστικός, ἀστεῖος, ἄπεφθος, γλαφυρός, ἀνθηρός, γλυκίζω, βρένθειος, ἐκκαλλώπιστος, ἁβρός