refutatorio
From LSJ
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
Spanish > Greek
ἐντρεπτικός, ἀνασκευαστικός, ἀντιλογητικός, ἀπελεγκτικός, ἀντιλογικός, ἀνατρεπτικός
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
ἐντρεπτικός, ἀνασκευαστικός, ἀντιλογητικός, ἀπελεγκτικός, ἀντιλογικός, ἀνατρεπτικός