ἀντιλογικός
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
ἀντιλογική, ἀντιλογικόν, given to contradiction, disputatious, Ar.Nu.1173, Isoc.15.48, Ph.1.412, Sor.1.14, Pl.Tht. 197a, al.: ἡ ἀντιλογική (sc. τέχνη) the art of disputation, Id.R.454a, Phdr. 261d; τὸ-κόν Id.Sph.225b: οἱ -κοί persons skilled in this art, Id.Ly. 216a, Phd.101e; of arguments, οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντες ib.900: [λόγοι] -κοί, οἱ, title of work by Protagoras, D.L.3.37. Adv. ἀντιλογικῶς = in the manner of such disputants, Pl.Tht.164c.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1refutatorio, apto para contradecir como algo propio de la sofistica (λόγοι) Ἀντιλογικοί Protag.B 5 (tít.), οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντες Pl.Phd.90c, ζητήματα ... ἀντιλογικὰ καὶ δυσεριστίαν τινὰ ἐμφαίνοντα Iambl.Myst.1.2
•ἀ. τέχνη arte de la refutación Pl.Sph.226a, 232e, R.454a, cf. Phdr.261d
•subst. τὸ ἀ. Pl.Sph.225b.
2 de pers. experto en el debate, hábil discutidor o argumentador, dialéctico de los sofistas ἀ. αὐτὸν (σοφιστήν) ἔφαμεν εἶναί που Pl.Sph.232b, οἱ πάσσοφοι ἄνδρες, οἱ ἀντιλογικοί Pl.Ly.216a, ἐξαρνητικὸς κἀντιλογικός Ar.Nu.1173, cf. Isoc.15.45, Ph.1.412
•subst. masc. οἱ ἀ. Los hombres hábiles en el debate, los dialécticos Pl.Phd.101e, Arist.Top.105a18, τῶν ἀντιλογικῶν δ' Εὔδοξον ὁ Διογένης κάμηλον μέγιστον ἔλεγεν Diógenes llamó a Eudoxo el mayor camello entre los hábiles discurseadores Phld.D.1.21.27.
II adv. -ῶς a la manera de los dialécticos Pl.Tht.164c.
German (Pape)
[Seite 255] geschickt im Widersprechen, Disputiren, spitzfindig, Ar. Nubb. 1155; öfter Plat. ἡ ἀντιλογική, sc. τέχνη, Phaed. 261 d, die Disputirkunst, Sophistik; auch τὸ ἀντιλογικόν, Soph. 225 b; λόγοι ἀντιλ., Gegenreden, Phaed. 90 b. – Adv. ἀντιλογικῶς, Theaet. 164 c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à la discussion ou à la controverse.
Étymologie: ἀντιλογία.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιλογικός:
1 относящийся к спору: οἱ ἀντιλογικοὶ λόγοι Plat. споры, прения;
2 склонный к спорам, искусный в споре Arph., Isocr., Plat.
II ὁ искусный спорщик Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλογικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ἢ ὁ ἐπιτήδειος νὰ ἀντιλέγῃ, ἐριστικός, φιλόνεικος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1173, Ἰσοκρ. 319Β, Πλάτ. Θεαίτ. 197Α, καὶ ἀλλαχοῦ: ― ἡ ἀντιλογικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἀντιλέγειν ἢ τοῦ ἀντλεῖν ἐπιχειρήματα ἐκ τῶν ἀντιλεγόντων, ὁ αὐτ. Πολ. 453Ε, Φαῖδρ. 261D· οὕτω, τὸ ἀντιλογικὸν ὁ αὐτ. Σοφιστ. 225Β: ― οἱ ἀντιλογικοί, οἱ ἐξησκημένοι εἰς τὴν ἀντιλογικὴν τέχνην, ὁ αὐτ. Λύσ. 216Α· καὶ ἐπὶ τῶν ἐπιχειρημάτων αὐτῶν, οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντες ὁ αὐτ. Φαίδων 90Β, πρβλ. 101Ε. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν τοιούτων ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 164C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀντιλογικός, -όν)
αυτός που του αρέσει να αντιλέγει, ο εριστικός
νεοελλ.
ο αντίθετος προς τη λογική
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο αντιλογικός
ο εξασκημένος στην αντιλογία, ο σοφιστής
2. το θηλ. ως ουσ. η ικανότητα στην αντιλογία, η ευχέρεια στην προβολή αντίθετων απόψεων
3. φρ. «oἱ ἀντιλογικοί λόγοι» — τα σοφιστικά επιχειρήματα.
Greek Monotonic
ἀντιλογικός: -ή, -όν (ἀντιλέγω), ο επιτήδειος στην αντιλογία, εριστικός, φιλόνεικος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη της αντιλογίας ή της αντιπαραβολής επιχειρημάτων, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀντιλέγω
given to contradiction, contradictory, disputatious, Ar., etc.:— ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of contradiction or of arguing from contradictories, Plat.
Translations
contradictory
Arabic: نَقِيض; Asturian: contradictoriu; Azerbaijani: zidd; Bulgarian: противоречащ; Catalan: contradictori; Czech: protichůdný, protikladný; Danish: modstridende; Dutch: tegenstrijdig, contradictoir; Finnish: ristiriitainen, vastakkainen; French: contradictoire; Galician: contraditorio; German: widersprüchlich; Greek: αντιφατικός; Ancient Greek: ἀνομόσημος, ἀντικατηγορητικός, ἀντιλογικός, ἀντίλογος, ἀντιφατικός; Hungarian: ellentmondásos; Irish: bréagnaitheach; Italian: contraddittorio; Kazakh: қарама-қайшы; Latin: contradictorius; Macedonian: противречен; Maori: rongorua; Norwegian: motsigende; Occitan: contradictòri; Polish: sprzeczny; Portuguese: contraditório; Romanian: contradictoriu, contrar; Russian: противоречащий; Spanish: contradictorio; Swedish: motstridig, motsatt; Ukrainian: суперечний