rotsachtig
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Dutch > Greek
κλωμακόεις, κραναός, κραταίλεως, παιπαλόεις, πετραῖος, πετρήεις, πετρήρης, πέτρινος, πετρώδης, πολύλλιθος