sensibly
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English > Greek (Woodhouse)
adv.
P. and V. σωφρόνως. Ar. and P. φρονίμως, P. ἐμφρόνως, νουνεχόντως, V. φρονούντως, σεσωφρονισμένως.