Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
P. στάσιμος.
be stationary, v.: P. and V. ἑστηκέναι, ἑστάναι (perf. infin. of ἱστάναι).