sunset
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. ἡλίου δύσις, ἡ, P. ἡλίου δυσμαί, αἱ, V. δυσμαί, αἱ.
before sunset: P. πρὸ ἡλίου δύντος (Dem. 197).
P. and V. ἡλίου δύσις, ἡ, P. ἡλίου δυσμαί, αἱ, V. δυσμαί, αἱ.
before sunset: P. πρὸ ἡλίου δύντος (Dem. 197).