unwrought
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English > Greek (Woodhouse)
adjective
unhewn: V. ἀσκέπαρνος, ἄξεστος, P. οὐ συνειργασμένος (Thuc. 1. 93); see unhewn.
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
unhewn: V. ἀσκέπαρνος, ἄξεστος, P. οὐ συνειργασμένος (Thuc. 1. 93); see unhewn.