Αὐτοθαΐς

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
Thaïs en personne.
Étymologie: αὐτός, Θαΐς.

Russian (Dvoretsky)

Αὐτοθαΐς: ΐδος (θᾱ) ἡ сама Таида Luc.

Greek (Liddell-Scott)

Αὐτοθαΐς: ἡ, αὐτὴ ἡ Θαΐς, ἀπαράλλακτος, Λουκ. Ρητόρ. δίδ. 12.

Spanish (DGE)

-ΐδος, ἡ Tais en persona Luc.Rh.Pr.12.

Greek Monotonic

Αὐτοθαΐς: ἡ, η ίδια η Θαΐς, σε Λουκ.