Δημοκρίτειοι
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
οἱ, followers of Democritus of Abdera, Ael.VH12.25, Plu.2.1108e; ἡ Δ. φιλοσοφία S.E.P.1.213.
Greek (Liddell-Scott)
Δημοκρίτειοι: οἱ, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀβδηρίτου Δημοκρίτου,Αἰλ. Π. Ἱστ. 12. 25, Πλούτ. 2. 1108Ε.