Θηβαίος

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

Θηβαίος, ο, θηλ. Θηβαία Θήβα
ο κάτοικος της Θήβας.