Ιταλίδα

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ Ἰταλίς) Ιταλός
θηλ. του Ιταλός
αρχ.
1. η Ιταλία
2. η περίοδος κατά την οποία τελούνταν οι αγώνες που ονομάζονταν «Ιταλικά».