Κεραμῶν

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Russian (Dvoretsky)

Κερᾰμῶν: v. l. Κεράμων ἀγορά ἡ Керамонагора, «Гончарный рынок» (город в Мисии) Xen.