Κηρυκίδαι

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

Κηρυκίδαι, οἱ (Α)
(κατά τον Φώτ.) ονομασία ιερατικού γένους στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κήρυξ + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης / -αι].