εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
Κηρυκίδαι, οἱ (Α)(κατά τον Φώτ.) ονομασία ιερατικού γένους στην αρχαία Αθήνα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κήρυξ + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης / -αι].