Κιτιεύς
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Cition.
Étymologie: Κίτιον.
Russian (Dvoretsky)
Κῐτιεύς: έως ὁ китиец, житель Кития Dem., Plut., Diog. L.