Πελόπιος

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Pélops.
Étymologie: Πέλοψ.

Russian (Dvoretsky)

Πελόπιος: пелопов: Πελοπία χθών Eur. = Πελοπόννησος.