Πελόπιος
From LSJ
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Pélops.
Étymologie: Πέλοψ.
Russian (Dvoretsky)
Πελόπιος: пелопов: Πελοπία χθών Eur. = Πελοπόννησος.