γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
ἡ, Α(στον Αριστοφ.) όνομα δούλης που έπλαθε ψωμί ή πίτες.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. πλαθ- του πλάσσω + επίθημα -άνη (πρβλ. Εργ-άνη: ἔργον)].