Πλαθάνη

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

ἡ, Α
(στον Αριστοφ.) όνομα δούλης που έπλαθε ψωμί ή πίτες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. πλαθ- του πλάσσω + επίθημα -άνη (πρβλ. Εργ-άνη: ἔργον)].