Σικανικός
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Sicanie.
Étymologie: Σικανός.
Russian (Dvoretsky)
Σῑκᾰνικός: сиканийский Thuc.